- σπινθηροβόλημα
- το, Νεκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβολώ. Η λ., στον πληθ. σπινθηροβολήματα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Όμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπινθηροβόλημα — σπινθηροβόλημα, το και σπινθηροβολιά, η σπινθηρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιθοβόλημα — το, Ν [σπιθοβολώ] το σπινθηροβόλημα, η εκπομπή σπινθήρων … Dictionary of Greek
σπίθισμα — το σπινθηροβόλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)